- γαιοκτησία
- η землевладение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαιοκτησία — Η ιδιοκτησία, κατοχή και χρήση της γης από συγκεκριμένους, διαφορετικούς σε κάθε περίπτωση φορείς: γένος, βασιλιά, ιερατείο, κοινότητα, άτομο. Το δικαίωμα κατοχής και χρήσης της γης δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα ιδιοκτησίας της γης. Στην … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λάτρον — λάτρον, τὸ (Α) μισθός εργασίας, πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λάτρον εμφανίζει επίθημα τρον (πρβλ. σήμαν τρον). Η σύνδεση με γερμαν. βαλτοσλαβ. και ινδοϊρανικές λ. (πρβλ. γοτθ. le?) «γαιοκτησία», αρχ. σλαβ. lětb, ρωσ. letb «επιτρέπεται … Dictionary of Greek
τσιφλίκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * το, Ν 1. μεγάλο αγρόκτημα που καλλιεργείται από κολλήγους 2. (γενικά) μεγάλη γαιοκτησία 3. μτφ. καθετί που νέμεται κανείς αυθαίρετα… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek